23 Δεκ 2008

Γιάννης Φιλιππίδης, «Τα Χριστούγεννα του Νικόλα»

Χριστούγεννα σε μια πόλη βόρεια. Κάθε τόσο ήλιος και παγωνιά. Κάθε τόσο πάχνη, παγετός τα πρωινά παντού. Ιδιαίτερα πάνω στα τζάμια των αυτοκινήτων… Και τα παιδιά του δημοτικού σχολείου, τρέχοντας να προλάβουν το κουδούνι της προσευχής, ζωγράφιζαν βιαστικά πάνω τους, αστεράκια, λέξεις και άλλα διάφορα, κι έπειτα, χουχούλιαζαν τα παγωμένα δαχτυλάκια τους στις χούφτες, μουδιασμένα από το κρύο, λες και τα ‘χαν βουτήξει για ώρα μέσα με φρέσκο πάγο…

Κι απέμεναν τ’ αυτοκίνητα, σειρές ολόκληρες, γεμάτες ζωγραφιές στα τζάμια τους. Και τα διαβολάκια, άκουγαν ζουζουνίζοντας το “πάτερ ημών” και χώνονταν στις παγωμένες αίθουσες, στις στολισμένες παγωμένες αίθουσες, κι ώσπου να ‘ρθει η κυρα Κούλα η ες αεί δασκάλα τους, κουλουριάζονταν γύρω από τη μεγάλη σόμπα του πετρελαίου, που σοφά είχε φροντίσει ν’ ανάψει ο κυρ Γιώργης, ο υπερήλικας επιστάτης…
Και τα τζάμια, ήταν όλα στολισμένα με κολλημένα λαμπερά χαρτιά, εκατοντάδες πανομοιότυπα αστεράκια, φάτνες κι αγγελάκια χωρίς πρόσωπα. Και τα μαθήματα, περιστρέφονταν πάντα γύρω από τη μεγάλη γιορτή των χριστιανών, και τα παιδιά ήταν όλα τόσο χαρούμενα, μαζί τους κι ο Νικόλας εκεί, που ένιωθε να υπάρχει σ’ αυτό το κλίμα φυσικά, όμορφα, κι αποζημιωνόταν για τον παγωμένο καιρό, και τον αγέρα που μοσχοβολούσε βοριά, μυρωδιά από πετρέλαιο, αλλά πιο πολύ, οσμές από φρεσκοκαμένο ξύλο, που καιγόταν ακατάπαυστα στις παλιές ξυλόσομπες των φτωχών.

Η επιστροφή στο εύπορο σπίτι του, ήταν εντελώς διαφορετική. Πόσες και πόσες δεν είχε δει τη μάνα με μάτια πρησμένα από το κλάμα, τον πατέρα βιαστικό να φάει, να ξεκουραστεί, να ξαναβγεί, να υπάρχει στο φόντο, αμίλητος, ανέκφραστος, απρόσιτος για το Νικόλα, όσες προσπάθειες κι αν είχε κάνει για το αντίθετο…

Αλλά το μεγάλο σπίτι, παρέμενε παγωμένο, μολονότι θερμαινόταν ακατάπαυστα από τους αποτελεσματικούς συσσωρευτές της εποχής που καίγανε νύχτα μέρα. Κι όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο πιο πολύ πάγωνε το σπίτι, τόσο, που δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, κι ας τον είχε μάθει από μικρό εκείνη –στερνοπούλι– να μένει μαζί της, να τον αγκαλιάζει συχνά, να του διηγείται παλιές ιστορίες, για να τον κρατάει πλάι της…

Κι ο μικρός ήξερε αναπόφευκτα για όλα –για την ξένη γυναίκα που ‘χε μπει απρόοπτα στη ζωή του μπαμπά, κι οι δυο γονείς δε θα ‘τανε ποτέ ξανά οι ίδιοι– του μίλαγε κι εκείνος καταλάβαινε, είτε γιατί του περίσσευε η εξυπνάδα, είτε γιατί η μάνα ήθελε να τον προετοιμάσει για πράγματα που θα ‘ρχονταν γρήγορα, αλλά εκείνος, ούτε γνώριζε, ούτε καν μπορούσε και να φανταστεί. Και κάθε μέρα στο σχολείο, τα τζάμια της τάξης του, γέμιζαν νέα αστεράκια κι αγγελάκια και καμπανούλες, όλα γεμάτα χρυσόσκονη.

Κι όταν στο σχολείο έκαναν την καθιερωμένη γιορτή, κι έδιωξαν τα παιδιά μια ώρα αρχύτερα για τα σπίτια τους, ο Νικόλας, έτρεξε με μάγουλα κόκκινα από χαρά για το σπίτι, η μάνα πουθενά, αλλά πίσω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας, άκουσε διακριτικούς θορύβους, κατέβασε το χερούλι και μπήκε απρόοπτα μέσα.
Στο υπέρδιπλο κρεβάτι, εκείνη είχε αραδιάσει μια στοίβα ρούχα, όχι τ’ ακριβά μα σίγουρα τ’ αγαπημένα της, και τα μάτια της έτρεχαν μεγάλους κόμπους από αλμυρά δάκρυα, που ταξίδευαν μέχρι τον όμορφο λαιμό της.

Η πρώτη του ερώτηση ήταν “γιατί το κάνεις αυτό μαμά;” κι επικράτησε σιωπή, βαθιά σιωπή για ώρα, πριν βρει το κουράγιο εκείνη να του δώσει μια πειστική απάντηση. Τότε εκείνη τον κάθισε στους μηρούς της, εύκολη κίνηση, γιατί μολονότι ψηλός για την ηλικία του, ήταν αδύναμος κι ελαφρύς σα πούπουλο. Και το παιδί παρατήρησε το κομοδίνο, με το βαρύ τεράστιο τασάκι, που ’χε γεμίσει με γόπες τσιγάρων, κι ήταν πρωτόγνωρο αυτό, ποτέ η μάνα του δε κάπνιζε παραπάνω από μερικά Καρέλια την ημέρα, κι εκείνα στον καφέ, πάντα με παρέα. Κι αφού τη βοήθησε να κλείσει το φερμουάρ της μικρής βαλίτσας, την παρακολούθησε να βάφεται, φορώντας ένα σύνολο ρούχων, που συνήθιζε να φοράει μόνο στις γιορτές των αγαπημένων της…

“Θα φύγουμε Νικόλα” είπε κοιτάζοντάς τον μέσα απ’ τον καθρέφτη αποφασιστικά…
Το παιδί έμεινε εκκωφαντικά σιωπηλό. Στο τέλος ρώτησε:
“Και σαν που θα πάμε, δηλαδή…;”
“Στη θείας Θάλειας, στην Κατερίνη. Έχει λεωφορείο σε μια ώρα…”
Πάλι σιωπή σε χρόνο χωρίς δείκτες.
“Μα ο μπαμπάς…”
“Δε θα τον πάρουμε μαζί μας το μπαμπά…”
“Είναι Χριστούγεννα…”
“Ο πατέρας σου μπορεί να περάσει τις γιορτές του, με όποια διάλεξε” είπε κείνη με ατσάλινη φωνή, πρώτη φορά την άκουγε έτσι. Δεν ξαναμίλησαν.

Μισή ώρα μετά, μάνα και παιδί περίμεναν στωικά να ’ρθει το λεωφορείο για Αθήνα. Εκείνη κάπνιζε ακατάπαυστα. Ο Νικόλας της έριχνε κλεφτές ματιές ασταμάτητα.
Ξαφνικά, πριν το πούλμαν, φάνηκε από τη γωνία το γκρενά Audi του πατέρα. Φρέναρε τόσο απότομα μπροστά τους, που όλα τα κεφάλια γύρισαν αστραπιαία, σχεδόν από ένστικτο…
Τότε εκείνη είπε:
“Νικόλα, πέρνα εκεί απέναντι στα παιχνίδια. Μπες μέσα, περιεργάσου, διάλεξε δυο μεγάλα που σ’ αρέσουν πολύ, κι όταν τελειώσεις, θα ’ρθω να αγοράσουμε αυτά που θέλεις…”
Το παιδί υπάκουσε πειθήνια…

Μείναν μόνοι τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα, σχεδόν συνομήλικοι, λίγο πάνω απ’ τα σαράντα κι οι δύο.
“Μη φύγετε.”
“Γιατί να μείνουμε…”
“Ξέρω, το φταίξιμο είναι όλο δικό μου…”
“Αυτό δεν έχει καμιά σημασία για κανέναν μας...”
“Εγώ…”
“Ο καθένας μας διαλέγει ό,τι θέλει σ’ αυτή την ζωή…”
“Εσείς είστε η οικογένειά μου.”
“Μήπως θέλεις να πεις, κ α ι εμείς…;”
“Όχι, μόνον εσείς... Σε παρακαλώ.”
Τον κοίταξε με μάτια παράξενα.
“Γίνανε πολλά. Μην εξευτελίζεσαι κιόλας στα μάτια μου!”
“Είκοσι χρόνια είμαστε μαζί, μη τα διαγράφεις έτσι…”
“Δε διαγράφω τίποτα, αλλά ράγισα.”
“Θα κολλήσουμε τα ραγισμένα, όλα στο χέρι μας είναι..”
“Κλόνισες την εμπιστοσύνη μου!” είπε κείνη και βούρκωσε…
“Έλα πίσω… κι εγώ θα…”
“Όχι άλλες κουβέντες, όχι άλλα λόγια σε παρακαλώ…!”
“Κι αυτό το ράγισμα, το ‘χω μέσα μου, το νιώθω γύρω μου.”
“Σου ορκίζομαι”
“Μη… μη… προπαντός μην ορκίζεσαι…” είπε και το ρίμελ στα μάτια, μουντζούρωσε το φωτεινό της πάντα πρόσωπο, “δε πιστεύω σε όρκους, ειδικά απ’ όσους έχουν το ταλέντο να τους τσαλαπατάνε έτσι…”
Εκείνη τη στιγμή, βγήκε το παιδί απροειδοποίητα από το παιχνιδάδικο. Στάθηκε μια στιγμή, δυο στιγμές.
Και διαπίστωσε πως η μάνα του, ήταν εξίσου όμορφη, ακόμα και μουντζουρωμένη από χρώματα και μακιγιάζ.

Του αγόρασαν τρία τεράστια κουτιά με διαφορετικά παιχνίδια…
Ήταν απ’ αυτά που έπαιξε ποτέ λιγότερο, όχι γιατί τα σνόμπαρε. Τα αγνόησε γιατί του θύμιζαν εκείνη την επικείμενη αναχώρηση, που ματαιώθηκε, τα εισιτήρια που κράταγε στην τσέπη του σαν ενήλικας, και δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ…

Κι οι μέρες των γιορτών, συνέχισαν να ’ναι σιωπηλές… κι αυτό συνέχισε να φέρνει θλίψη στο Νικόλα…
Ήτανε τα Χριστούγεννα του 1979…

(http://filippidisyannis.blogspot.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια: