10 Μαρ 2009

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στην «Ε»*

Ισορροπώντας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης βγάζει νέο δίσκο, τραγουδώντας για χθεσινά τραύματα και αυριανές ελπίδες
Στέκεται όρθιος στο κέντρο του στούντιο. Φορά ένα παλιομοδίτικο ρολόι με λουράκι, κρατά μια ξύλινη πίπα και παρακολουθεί τις κυματομορφές της ορχήστρας στην οθόνη του υπολογιστή: «Ένα πιτσικάτο στο 4.10 είναι κακοπαιγμένο» λέει στον ηχολήπτη.
Τα τελευταία χρόνια, που το ελληνικό τραγούδι γινόταν όλο και πιο «χρηστικό» (ένα σουξέ για το ραδιόφωνο, ένα για το κέντρο και καθαρίσαμε), ο Αλκίνοος Ιωαννίδης εντρυφούσε σε όλο και πιο «άχρηστα» πράγματα: διάβαζε Ιστορία, έκανε μαθήματα σύνθεσης και ενορχήστρωσης στο Κονσερβατόριο της Αγίας Πετρούπολης και συνδύαζε το βυζαντινό μέλος και το φανκ, τις περιπέτειες των Βαλκανίων, αλλά και τη χαρά του νέου οικογενειάρχη στον καινούριο του δίσκο, που κυκλοφορεί με τίτλο «Νεροποντή». Πολλά από τα τραγούδια του θα παρουσιάζει από τις 20 Μαρτίου στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο». Και να πώς άρχισαν όλα:
«Στη Ρωσία πήγα γνωρίζοντας μόνο δύο λέξεις: σπασίμπα και ντα. Μου αρκούσε ότι θα μαθήτευα πλάι στον Μπορίς Τίσιενκο, έναν σπουδαίο συνθέτη, μαθητή του Σοστακόβιτς, κι ακόμη ότι δεν ήξερα κανέναν και δεν με ήξερε κανείς. Δεν ήθελα να πάω σαν επαγγελματίας».


- Αλλά ούτε π.χ. στο Παρίσι ή σε κάποια άλλη πρωτεύουσα θα σας γνώριζε κανείς.
«Σωστά, αλλά στο Παρίσι ζουν φίλοι, κι έπειτα μιλώ γαλλικά και θα μου ήταν εύκολο να συναναστραφώ κοινωνικά και να παρασυρθώ σε παρέες και πιώματα. Δεν ήθελα αυτό».


- Απ' ό,τι καταλαβαίνω, θέλατε κυρίως να αποδράσετε από τον δημόσιο εαυτό σας.
«Ακριβώς. Γιατί ο δημόσιος εαυτός σου σου κλέβει χρόνο και άρα ζωή. Αλλάζει την εικόνα που μπορεί να έχεις για το πρόσωπό σου και σε υποχρεώνει να διαχειριστείς πράγματα που φαίνονται υπερβολικά σημαντικά. Έχω ακούσει ότι μεγάλοι ιάπωνες καλλιτέχνες, μόλις γίνονταν διάσημοι στην πόλη τους, συνήθιζαν να φεύγουν σε άλλη, μακρινή, αλλάζοντας και τ' όνομά τους. Είναι καλό να ξεκινάς απ την αρχή. Φυσικά, η δημοσιότητα μου έδωσε την ευκαιρία να διαχειρίζομαι την τύχη μου, αλλά υπήρξε και σκλαβιά. Έχω έναν στίχο, σ' ένα τραγούδι που δεν έβαλα στον δίσκο, που λέει: "Γυαλιστερό μου πρόσωπο/ όσα κι αν μου 'χεις δώσει/ μοιάζεις με ρούχο ακριβό/ που έχει ξεχειλώσει"».


- Παλιότερα δεν ενδώσατε ποτέ στον πειρασμό να καμαρώσετε το «γυαλιστερό σας πρόσωπο»;
«Δεν είναι δρόμος αυτό, θάνατος είναι. Να καμαρώσω τι; Την επανάληψη ενός τραγουδιού ίδιου με αυτό που έχω γράψει; Σίγουρα καθημερινά είμαστε υποχρεωμένοι σ' έναν βαθμό να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας, αλλιώς δεν μπορούμε να ζήσουμε. Πρέπει όμως να έχουμε και τη δύναμη της αυτοκριτικής. Τότε καταλαβαίνουμε πως, όσα καλά και αν ακούσουμε, δεν πλησιάζουμε αυτό που θαυμάζουμε αλλού».


- Τι σας έλειψε από την Ελλάδα όσο βρισκόσαστε στην Αγία Πετρούπολη;
«Ο δικοί μου άνθρωποι· τίποτ' άλλο. Γνώρισα τη ρωσική γραφειοκρατία, που είναι σκληρότερη κι από τη δική μας. Εδώ, τουλάχιστον, μπορεί να βρεις κάποιον να σου χαμογελάσει. Εκεί όχι. Γνώρισα όμως και την παιδεία τους. Συνάντησα καλλιεργημένους εργάτες σε κλασικές συναυλίες. Κι είδα ανθρώπους να διαβάζουν, καθώς περπατούν στο πλατύ πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αλεξάντρ Νιέφσκι».


- Εκεί γράψατε τους στίχους της «Πατρίδας», του πιο πολιτικού τραγουδιού του νέου σας δίσκου;
«Όχι, εδώ, στο τέλος του 2007. Καταγράφει αποκλειστικά εμπειρίες που έζησα κάποτε ο ίδιος. Βρέθηκα στο Αλέξινατς δυο μέρες μετά τον ανελέητο βομβαρδισμό του -δήθεν κατά λάθος- από τους Αμερικανούς. Ήμουν παρών στην πυρκαγιά που ξέσπασε σ' ένα κτίριο στο τέρμα Πανεπιστημίου στη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Και είδα με τα μάτια μου τους αστυνομικούς να πετούν γελώντας δακρυγόνα προς τους πυροσβέστες, που προσπαθούσαν να σώσουν τους εγκλωβισμένους».

- Και προφανώς εσείς είστε το παιδί που κρύβεται κάτω από το τραπέζι στους βομβαρδισμούς της Λευκωσίας.
«Ναι, το '74. Για να μην τρομάξω, ο πατέρας μου μου έδειχνε τους τούρκους αλεξιπτωτιστές και μου έλεγε: "Κοίτα τι ωραία που πέφτουν". Ενώ οι πραξικοπηματίες είχαν αιχμαλωτίσει τη μητέρα μου στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, όπου εργαζόταν ως εκφωνήτρια, και την απειλούσαν με πιστόλι για να διαβάζει τις ανακοινώσεις τους. Αυτές είναι οι πρώτες μου αναμνήσεις. Και είναι ανατριχιαστικά καθαρές».

- Και σήμερα παρατηρείτε τους «ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή/ για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα».
«Δεν ξέρουμε πια πού να στηριχτούμε κι οδηγούμαστε να πιστέψουμε κάπου, όπου απλώς να περνάμε ευχάριστα. Μπερδεμένος είμαι κι εγώ. Δεν θα ήθελα ωστόσο να ζω σε άλλη εποχή. Δεν μπορώ τις βεβαιότητες. Μόλις σιγουρευτώ για κάτι, κοιτάζω να το ανατρέψω και να ψάξω αλλού».

- Στο τέλος τραγουδάτε: «Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας/ του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα/ διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού».
Πιστεύετε ότι κινδυνεύουμε περισσότερο από αυτούς που πιστεύουν σε δόγματα ή από κείνους που δεν έχουν αρχές;
«Βαθιά μέσα μου έχω κι εγώ την ανάγκη να πιστέψω σε κάτι ολοκληρωτικά. Από την άλλη, μισώ αυτή τη λέξη. Προτιμώ όμως έναν ιδεολόγο από κάποιον που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, αν και συχνά η ιδεολογία είναι απλώς μια μεταμφίεση. Σαν τη φιλανθρωπία -τι φρικιαστική έννοια: είναι το διάλειμμα που παραχωρείς στην τσιγκουνιά σου».


- Πώς σας φάνηκε η εξέγερση του περασμένου Δεκεμβρίου;
«Ελπιδοφόρα. Η νέα γενιά αντέδρασε με πολιτικά και όχι κομματικά κριτήρια. Κι αυτή είναι μια καλή μαγιά απέναντι σ' ένα μέλλον που επιφυλάσσει την έξαρση των άκρων: όχι μόνο της αριστεράς, αλλά και της δεξιάς. Κάτι όχι απαραίτητα κακό, γιατί, όταν αφήνεσαι στον μέσο όρο, αφήνεσαι στη μετριότητα».

- Τον μέσο όρο ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί και η τηλεόραση.
«Σε μεγάλο βαθμό, τηλεόραση γίναμε όλοι. Ακόμα και ο τρόπος που συμπεριφέρεται ένα παιδί που μεγαλώνει σε χωριό, η αισθητική και τα όνειρά του δεν απέχουν πια πολύ από τις προδιαγραφές του πρωινάδικου».

- Τι νομίζετε ότι πήγε λάθος κι έχουμε αυτή την τηλεόραση, την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, την Εκκλησία;
«Δεν μου αρέσουν οι καλλιτέχνες που μιλούν επί παντός του επιστητού. Όμως πιστεύω ότι πήγε λάθος το κράτος μας απ' την αρχή του. Το πρόβλημα ξεκίνησε ήδη από τον εμφύλιο στη διάρκεια της επανάστασης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφύλιο που εντάθηκε όταν ήρθε το πρώτο αγγλικό δάνειο κι άναψε ο καβγάς πώς θα μοιραστεί. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αγαπώ πολύ την Ελλάδα, αλλά καθόλου το ελληνικό κράτος».

- Έχετε κι ένα τραγούδι για τον χρόνο που περνά, στο οποίο αναφέρεστε και στα ινδάλματά σας.
«Ναι, γιατί ο θάνατος πλησιάζει όταν ένας άνθρωπος μένει χωρίς πνευματικό τόπο και άρα δίχως πορεία που πρέπει ν' ακολουθήσει. Δύσκολα μετά από μια ηλικία αγαπάς. Και μόνο μεσ' από την αγάπη αποκτάς ινδάλματα. Μεσ' από τη λογική μόνο στόχους μπορείς να αποκτήσεις».

- Τραγουδάτε ωστόσο με χιούμορ γι' αυτό το θέμα. Ίσως γιατί έχετε πλέον το αντίδοτο -τα παιδιά σας- για τα οποία μιλάτε στο επόμενο τραγούδι σας.
«Έτσι είναι, γιατί τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο από την αρχή, οπότε πρέπει κι εσύ να τον ανακαλύψεις πάλι, για να τους τον εξηγήσεις. Πρέπει να ξανασκεφτείς αξίες που πιθανόν τις είχες αδικήσει».


- Βέβαια, συχνά τα παιδιά μάς δίνουν το άλλοθι να γίνουμε συντηρητικοί.
«Μας δίνουν το άλλοθι να γίνουμε αυτό που κατά βάθος θέλουμε. Επίσης σεβόμαστε από την αρχή τους γονείς μας, γιατί επιτέλους τους αντιμετωπίζουμε σαν κανονικούς ανθρώπους. Νομίζουμε ως τότε ότι είναι θεοί και τους μισούμε, γιατί ως θεοί έπρεπε να τα είχαν φτιάξει λίγο καλύτερα τα πράγματα. Όμως, όταν γίνουμε κι εμείς γονείς, συνειδητοποιούμε ότι παιδιά ήταν κάποτε κι αυτοί. Είμαι πλέον πιο επιεικής απέναντι στους ανθρώπους. Από σεβασμό στους κόπους που έκανε κάποιος για να σταθεί ένας άνθρωπος απέναντί σου, γλυκαίνεις απέναντι σ' αυτόν, όσο καραγκιόζης κι αν έχει γίνει εν τω μεταξύ».

- Γράφετε με διαφορετικό τρόπο από τότε που γίνατε πατέρας;
«Χρειάζεται πάντα πολύς χρόνος, ησυχία, μοναξιά και οι βαθιές ώρες της νύχτας, που ξέρεις ότι κανείς δεν περιμένει κάτι από σένα».

- Γι' αυτές τις ώρες μιλάει μάλλον και το «Μια νύχτα». Όμως στο τέλος μοιάζετε να σαμποτάρετε την ωραία μελωδία του με μια ενορχηστρωτική εκτίναξη χαοτική.
«Ναι, γιατί ήθελα να δείξω πως, όταν συγκεντρώνομαι για να γράψω, ζω μια άναρχη ελευθερία που συχνά οδηγεί σε ασυναρτησίες. Σπάνια αφήνει ένα δημιουργικό αποτύπωμα».

- Πώς καταλαβαίνετε ότι έχετε γράψει ένα καλό τραγούδι;
«Αν μου δημιουργείται η ανάγκη να το ακούσω σαν ακροατής, ξέρω ότι έχει μια δύναμη να ζήσει. Αν το ξεχάσω σε μια σημείωση, τότε δεν ήταν προορισμένο γι' αυτό. Άλλωστε το τραγούδι δεν είναι μουσική, ούτε στίχος. Οι γονείς του είναι αυτοί. Το τραγούδι είναι αυθύπαρκτο, όπως κάθε άνθρωπος».


- Υπάρχουν καινούριοι τρόποι να τραγουδήσει κανείς για τον έρωτα;
«Και βέβαια. Αλλά είμαι πολύ καχύποπτος απέναντι στο "φρέσκο άκουσμα", που αναζητούν οι περισσότεροι. Το τραγούδι δεν είναι αγγουράκι. Το "φρέσκο" σε μια βδομάδα θα σαπίσει. Είναι μάταιο όσο και η καθήλωση σε κάτι παλιό. Αν όντως αποκαλυφθεί κάτι νέο, θα είναι μες από μια πραγματική ανάγκη μου, όχι ένας αυτοσκοπός».


- Το τέλος των δισκογραφικών εταιρειών, το τραγούδι μέσω Ίντερνετ τι σας λένε;
«Για χιλιετίες, ώσπου να παρουσιαστεί το βινύλιο, η μουσική είχε άυλη υπόσταση. Έτσι δεν με στενοχωρεί η πιθανότητα να πάψουν οι φορείς του ήχου να είναι υλικοί. Από την άλλη μεριά, ο δίσκος σαν συνολικό έργο θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Γιατί, αν συνεχίσουν να πωλούνται τα τραγούδια ένα-ένα μέσω Ιντερνετ, θα δυσκολεύεσαι πολύ να βρίσκεις τα χρήματα για να ηχογραφήσεις εκείνα που οι εταιρείες θα πιστεύουν από πριν ότι δύσκολα θ' αγοραστούν. Αλλά είναι μια ευκαιρία να δούμε τις αντιστάσεις του λεγόμενου "εντέχνου": Σε εποχές κρίσης φαίνεται ποιος ανήκει στ' αλήθεια εκεί που βρίσκεται και ποιος έμενε εκεί γιατί είχε την αίγλη και την εμπορικότητα -δύο σε ένα. Ήμουν τυχερός· υπήρξα εμπορικός χωρίς να θυσιάσω την καλλιτεχνική μου υπόσταση. Σύντομα δεν θα είναι το ίδιο εύκολο...».

*Συνέντευξη στο Φώτη Απέργη

Δεν υπάρχουν σχόλια: