9 Ιαν 2010

Η Στέλλα Βλαχογιάννη γράφει για την Αφροδίτη Μάνου...

Το λάλον ύδωρ

Ένα αυθαίρετο πορτρέτο της σημαντικής τραγουδοποιού μέσα από τους τέσσερις δίσκους της.

Γράφει η Στέλλα Βλαχογιάννη

Είναι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Ιούνιος 1984 συγκεκριμένα) που ξαφνικά όλοι στα ραδιόφωνά μας αρχίζουμε ν’ ακούμε δυνατά τζαζ ροκ. Η μεταπολίτευση πάει στην Πέμπτη δημοτικού (έχει γίνει δέκα ετών δηλαδή), η αλλαγή που υποσχέθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει τυπικά υλοποιηθεί, έχει βγάλει όλα της τα δοντάκια κι ετοιμάζεται για προνήπιο. Η Ελλάδα ζει μια μεγάλη κοινωνική ανακατάταξη. Σύμφωνα με το συμβόλαιο με το λαό, αυτός, ο λαός δηλαδή, βρίσκεται στην εξουσία. Μια εξουσία που θα του χαϊδέψει το μαλακό υπογάστριο και θ’ αφήσει εντελώς ακάλυπτη την επιταγή του σκέπτεσθαι. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι σε ελεγχόμενο αριθμό. Δεν υπάρχει ακόμα ιδιωτική ραδιοφωνία, ούτε φυσικά και τηλεόραση, δεν έχει γίνει το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η γενιά του πολυτεχνείου μόλις έχει αρχίσει ν’ ανταλλάσει τις πληγές της με θέσεις στα «πράγματα». Η 17 Νοέμβρη έχει ήδη δώσει το παρόν αρκετά έντονα, στην πλατεία Εξαρχείων βασιλεύει η διακίνηση ουσιών αλλά και ΜΑΤ (οξύμωρον πλην αληθινό), η Ελλάδα δεν αντιστέκεται, αλλάζει. Και μόνον σήμερα είμαστε σε θέση να δούμε ότι ζούσαμε την κυοφορία μιας τερατογεννέσεως την οποία απολαμβάνουμε τώρα. Όπως και να έχει, είναι μια εποχή που στη δημοσιογραφία η είδηση παραμένει είδηση και όχι σχόλιο, κουτσομπολιό, παραπλάνηση, εκβιαστικός κιτρινισμός και όλα όσα επήλθαν όταν (νομίσαμε ότι) γίναμε Ευρώπη.
Σε μας του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ -που ειρήσθω εν παρόδω εκείνη την εποχή ήταν πολύ σοβαρή δουλειά και δύσκολη- ήταν μεγάλη είδηση ότι η γνωστή τοις πάσι ως ερμηνεύτρια και τοις λίγοις για τις εξωκαλλιτεχνικές της δραστηριότητες Αφροδίτη Μάνου μεταλλάχθηκε σε τραγουδοποιό και ήδη το πρώτο της βινίλιο ήταν γεγονός. Τίτλος δίσκου: Νυχτερινή Εκπομπή. Μουσική-στίχοι-ερμηνεία: Αφροδίτη Μάνου -Μπουμπού για τους φίλους της και για τους ανθρώπους του καλλιτεχνικοπολιτικού χώρου. Ήταν μια κίνηση που δεν είχε επιστροφή. Δηλαδή ακούγοντας τον δίσκο της καταλάβαινες πως αυτή η γυναίκα από δω κι εμπρός μόνον αυτό μπορεί και πρέπει να κάνει: να γράφει τραγούδια. Τόσο ισχυρό ήταν το σήμα που εξέπεμψε με τις 11 πρώτες ολοδικές της ηχογραφήσεις. Το μέλλον το απέδειξε περίτρανα μολονότι μέσα σε 23 χρόνια η Α. Μάνου κυκλοφόρησε μόνον τέσσερις (τέτοιους) δίσκους. Αυτοί οι τέσσερις είναι αρκετοί για να χαρακτηριστούν ως πορεία και διαδρομή που όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν έχει κλείσει, απλώς διανύει ένα απαράδεκτα μεγάλο διάλειμμα.
Πριν μπούμε στο κεφάλαιο Μάνου-τραγουδοποιός χρειάζεται να δούμε την προϊστορία. Το πώς και το γιατί δηλαδή μια τόσο σημαντική ερμηνεύτρια που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Εκείνο το καλοκαίρι) και διήνυσε μιαν έντονη πολιτική και καλλιτεχνική διαδρομή ξαφνικά αποφασίζει να γράψει μόνη της. Πόσο ξαφνικά ήταν αυτό το ξαφνικά; Μήπως ήταν ανάγκη να στραφεί στον εαυτό της και όχι… θεία έμπνευση -άσχετα αν το αποτέλεσμα που απέφερε αυτή της η κίνηση ήταν εξαιρετικό για όλους μας; Η δισκογραφία της μέχρι το 1977 που κυκλοφορεί ο πρώτος επιτέλους προσωπικός της δίσκος (Ανεπίδοτα Γράμματα, Μιχ. Γρηγορίου-'Αρη Αλεξάνδρου) είναι συμμετοχές σε δίσκους άλλων -από τον Μπιθικώτση και τον Κόκοτα μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη. Η πτώση της δικτατορίας δεν σήμανε αυτόματα -κι ίσως και να μην σήμανε και ποτέ- πτώση και πολλών πολιτικών αγκυλώσεων. Η Μάνου, η πορεία της μάλλον, ίσως και να είναι η πορεία των μειοψηφιών στην Ελλάδα. Τοποθετημένη στην άκρα -ενίοτε και ακραία- αριστερά αντιμετωπίζεται από την επίσημη δισκογραφία και τους «επίσημους» καλλιτεχνικούς κύκλους αναλόγως. Μπορεί εδώ να φυτοζωεί δισκογραφικά την ίδια στιγμή όμως αποθεώνεται στη Λατινική Αμερική τραγουδώντας Canto General σε περιοδεία με τον Μίκη Θεοδωράκη. Είναι ακόμα νεαρή σε ηλικία και ενδεχομένως τότε να διχάστηκε η ψυχολογία της. Να μην μπορούσε με τη λογική να συνταιριάξει πράγματα που όντως ήταν αταίριαστα αλλά στη χώρα μας θεμιτά και… νόμιμα. Όποιος φεύγει από το κοπάδι τον τρώει ο λύκος, δεν έλεγε και ο Αβέρωφ-Τοσίτσας; Η Μάνου δεν υπήρξε ποτέ του κοπαδιού αλλά κατάφερε να γίνει η ίδια ο λύκος του εαυτού της. Πρόβλημα αυτοπεποίθησης; Ενδεχομένως. Και μάλιστα προερχόμενη από πολύ πιο κοντά από την επαγγελματική της ζωή. Γιατί έχει και η Αριστερά τις αγκυλώσεις της. Η σκιά της αδελφής με την τεράστια φωνή (Μαρία Δημητριάδη) που κι αυτή είχε προβλήματα στη δουλειά της πλην απολάμβανε της πλήρους αποδοχής του ταλέντου της από όλους, πρέπει να έπαιξε και αυτή το ρόλο της στα πρώτα δειλά και «ακατάστατα» δισκογραφικά βήματα της Αφρ. Μάνου.
Όταν το 1977 κυκλοφορεί τα Ανεπίδοτα γράμματα, δυο χρόνια αργότερα την Ποδηλάτισσα (Μιχ. Τρανουδάκης-Οδ. Ελύτης κα το 1981 την Απόπειρα (Ν. Καλλίτσης-Γ. Κοντός και Αντ. Κολυβάς) δείχνει ολοφάνερα τι θέλει να κάνει και πού να κινηθεί αλλά εμπορικά εισπράττει ένα γενναίο χαστούκι. Αυτή η ερμηνεύτρια Μάνου είναι η ακριβής αποτύπωση της προσωπικότητας Μάνου σ’ έναν καθρέφτη όμως που δεν επιστρέφει το είδωλο. Σκεπτόμενη όλα αυτά τα οποία -να εξηγήσω- δεν βασίζονται ούτε σε μυστικά αλλά ούτε και σε ντοκουμέντα, προσωπικές μου προσεγγίσεις είναι, καταλήγω στο συμπέρασμα πώς μετά την Απόπειρα δύο μόνο λύσεις είχε. Ή να τα παρατήσει ή να στραφεί εντελώς στον εαυτό της και να γίνει ο απόλυτος διαχειριστής του συναισθήματος και των σκέψεών της ανακαλύπτοντας ένα ταλέντο την ύπαρξη του οποίου είτε δεν τη γνώριζε και η ίδια είτε τη φοβόταν. Επέλεξε το δεύτερο και έπραξε περισσότερο από άριστα. Αυτό που παρήγαγε πλέον ήταν αφοπλιστικά ειλικρινές και άρα τόσο δυνατό ώστε να γίνει αποδεκτό από όλους.

Η πρωθιέρεια του γυναικείου λόγου
Δεν πιστεύω στο αξίωμα περί ανδρικού και γυναικείου λόγου άρα και γραφής. Αν ωστόσο για κάποιο λόγο θα έπρεπε να υποταχθώ σ’ αυτήν την τυπολογία τότε θα έλεγα πως ασυζητητί η πρωθιέρεια του γυναικείου λόγου στο ελληνικό τραγούδι είναι η Αφροδίτη Μάνου. Κι αυτό δεν υπάγεται σε τεχνοτροπίες και κόλπα του επαγγέλματος ενός γραφιά. Υπάγεται κατ' ευθείαν στη γενναιότητα ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας εν προκειμένω, να εκτεθεί δημόσια. Θα έλεγα πως η Αφρ. Μάνου αρχίζοντας να γράφει η ίδια τραγούδια άρχισε να κάνει και ένα δημόσιο στριπτίζ της συναισθηματικής της γεωγραφίας: από το χαριτωμένο φλερτ με τον κύριο που ακολουθούσε το φολξβάγκεν αλλά τελικά έστριψε στο ύψος της Πανόρμου μέχρι την πιο ερωτική σκηνή που γράφτηκε ποτέ σε τραγούδι και ΔΕΝ είναι χυδαία (έλα που ξέρεις πως μ’ αρέσει/ φίλα με πάλι στο λαιμό/ κι αν κατεβείς κάτω απ' τη μέση/ μπορεί να πέσω στο γκρεμό./ Στάσου να φέρω το ουίσκι/ κι ένα τασάκι για μετά/ για σένα γίνομαι οδαλίσκη/ δεν σου αρνιέμαι τίποτα - Σαν τη Σοράγια)
Αυτό που διαφαίνεται στην Νυχτερινή Εκπομπή είναι ένα πράγμα: μιλάει μια γυναίκα που δεν ντρέπεται να κοιτάξει τον εαυτό της αμακιγιάριστο στον καθρέφτη, δεν φοβάται να ονομάσει τον πόθο και να ζωγραφίσει την επιθυμία και πάνω από όλα δεν τρέμει να εκθέσει πολύ προσωπικά της κομμάτια ζωής (Αλαφροΐσκιωτος) που όσοι την γνωρίζουν τα αποκρυπτογραφούν ευκολότατα, στους υπόλοιπους μένει το πανέμορφο τραγούδι. Το πρόσωπο πίσω από τα τραγούδια είναι μια γυναίκα που διεκδικεί τον έρωτά της ακόμα κι αν είναι παράνομος, που παραδέχεται την προδοσία (το ξέρω πως ήσουνα μ’ εκείνη την άχαρη) χωρίς κόμπλεξ, που δεν θα διστάσει αν χρειαστεί να γίνει μια παλιοκατίνα -αλλά αυτό θα έρθει αργότερα σε άλλο δίσκο. Είναι το θηλυκό που γιορτάζει το σώμα του χωρίς αυτό να αναιρεί τις λειτουργίες της νοημοσύνης της. Ο δίσκος ακούστηκε και αγαπήθηκε πάρα πολύ. Η παντοδυναμία της κρατικής ραδιοφωνίας τον έστειλε σε όλη την Ελλάδα και αν δανειστούμε την χυδαιότητα της σημερινής δισκογραφικής ορολογίας θα λέγαμε πως ήτανε γκραν σουξέ. Η μουσική της δεν διεκδικεί κάποιον «ιστορικό» ρόλο, είναι σαφέστατα επηρεασμένη από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη της εποχής του μοναχικού καουμπόη, αλλά είναι τόσο ευχάριστη και ταιριαστή στα λόγια που δε νομίζω να στάθηκε κανείς να εμβαθύνει… μουσικολογικά. Όσο για την ερμηνεία της δεν μπορεί να μπει σε καμία κλίμακα. Πάντα ήταν εξαιρετική. Μόνο που αυτά τα τραγούδια δεν μπορούσε ποτέ να τα πει κανένας άλλος γι' αυτό νομίζω μολονότι αγαπήθηκαν τόσο δεν κατέληξαν ποτέ σε δεύτερες εκτελέσεις. Ήταν της Αφροδίτης. Πάει και τέλειωσε.
Στη Νυχτερινή Εκπομπή υπάρχει ένα τραγούδι που πιστεύω ότι θα μείνει στην ιστορία ως σπουδαίο, ένα τραγούδι ύπουλο, που ξεκινά χαλαρά και ανάλαφρα κι όταν τελειώνει αναρωτιέσαι πώς έκλαψες τόσο πολύ χωρίς να το αντιληφθείς. Γκάζι-Ταύρος ο τίτλος του, και είναι κάτι περισσότερο από αυτοβιογραφία. Είναι φωτογραφία της γενιάς της με το ζουμ ακινητοποιημένο στην καρδιά, με τον στίχο-διαμάντι φίλοι παλιοί πανάκριβές μου μινιατούρες και το τρίτο κουπλέ κάτι σαν ομολογία κρατουμένου στην μέσα του εξορία:
Ούτε τραγούδι ειν’ αυτό ούτε και ποίημα/ είν’ η ζωή μου η μισή και κάτι μήνες/ όλο χρυσόχαρτα και όλο ζελατίνες/ ενώ την άλλη τη μισή την πήρα χύμα.
Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ όλοι έχουμε αρχίσει να ξαναβλέπουμε με τρυφερό μάτι τους Σκαραβαίους που είναι δεμένοι με σκοινί, εμφανίζεται η, με τη μία έγκυρη, τραγουδοποιός με το Σαν Αφροδίτη. Πάντα με προβλημάτιζε το σαν του τίτλου. Θέλησε να πιστοποιήσει το προσωπικό του λόγου της ή να παραπλανήσει τον μέσα της εαυτό για πράγματα κρυμμένα που όμως πίεζαν να βγουν; Η απάντηση βρίσκεται μέσα στον ίδιο το δίσκο. Κατ' αρχάς να επισημάνω πως ήδη μουσικά έχει αφήσει πίσω της τις απομιμήσεις και χωρίς να ανοίγει νέους μουσικούς δρόμους, υπογράφει μελωδίες πολύ πιο βάσιμες, κινούμενη κυρίως στη μπαλάντα αλλά χωρίς ν’ αποστρέφεται κι ένα… μπλουζ.

Αυτοψία στον εαυτό της
Το να κάνεις αυτοψία στον εαυτό σου και μάλιστα δημόσια θέλει γερό στομάχι και ατσάλινο νευρικό σύστημα. Δε ξέρω αν τα είχε, πάντως το τόλμησε. Η αυτοβιογραφία της πηγαίνει σε βαθύτερα στρώματα της ψυχής. Ο Πέτρος της Μυκόνου είναι σαν αρκτικόλεξο μιας πραγματικής σχέσης και η μανούλα-μαινάδα (του κουμ καν και του κουτσομπολιού) με μια ωραία λεκτική πιρουέτα γίνεται στο τέλος μανούλα Ελλάδα -σε ωραιοποιημένη μορφή βέβαια αλλά γιατί όχι; Ετσι δεν θα την θέλαμε όλοι; Στο δίσκο αυτό αρχίζει να φαίνεται επιτέλους αυτό που όλοι περιμέναμε: μια πολιτική ματιά στα πράγματα από μια δημιουργό που δεν έκρυψε ποτέ την τοποθέτησή της. Θα τη βρούμε εδώ λοιπόν σε δυο τραγούδια, το Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει -μια ρεαλιστικότατη φωτογραφία των Εξαρχείων της εποχής- και στην πολυτραγουδισμένη Νύχτα. Αυτό το δεύτερο τραγούδι έχει πολλές αναγνώσεις για όσους προτίθενται να μπουν στον κόπο. Τραγουδήθηκε φοβάμαι κυρίως για αυτόν τον διαχρονικό μύθο του ακαταλόγιστου που έχει η νύχτα στην τέχνη, ένα ακαταλόγιστο που κινείται σχεδόν αυτιστικά στο υπερβολικό αλκοόλ, την κατάρα των μοναχικών ανθρώπων και την αυθαιρεσία των αισθημάτων που τέτοιες ώρες ξεχνούν και ξεπερνούν τα όρια τα οποία θα βρουν μπροστά τους το επόμενο ακριβώς πρωί. Όμως η Νύχτα της Αφροδίτης Μάνου λέει και άλλα για όσους θέλουν να τα εννοήσουν: Η νύχτα ό,τι και να γίνει/ αναλαμβάνει την ευθύνη/ κι αυτός που ξέρει τι συμβαίνει/ ζει με τη νύχτα και σ ω π α ί ν ε ι (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μου).Στα πολύ ωραία τραγούδια του δίσκου Ο βασιλιάς κι εγώ και το αλά 'Ακη Πάνου Ο κόσμος πια με διω-.
Το 1990 η Αφροδίτη Μάνου αισθάνθηκε -καθώς φαίνεται- πως χρειάζεται συνθέτη. Και κατέφυγε στον Νίκο Πορτοκάλογλου. Τέκνο τους ο δίσκος Καιρός για δύο. Δύο μόνον υπογράφει πλήρως η ίδια εκ των οποίων το ένα έγινε μέγα σουξέ (Αμόρε μίο) και το άλλο ιστορία (Καράβι κόκκινο). Ο Νίκος Πορτοκάλογλου, χωρίς να προδώσει την ήδη υπάρχουσα παρακαταθήκη της Μάνου της έδωσε θα έλεγα μουσικά μια πιο κοριτσίστικη διάθεση, μιαν ανεμελιά και μια φρεσκάδα που η ίδια ενδεχομένως να μην μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα ούσα ένας νους ισχυρός χωρίς το κουμπάκι του off. Εδώ θα εμφανιστεί η παλιοκατίνα που λέγαμε, η γυναίκα που θέλει να πάρει το αίμα της πίσω από τον εραστή (της) που καθυστερεί το… διαζύγιο (του). Εδώ θα απομυθοποιηθεί η ψυχανάλυση από τον συνειδητά πολιτικοποιημένο σε συγκεκριμένο χώρο άνθρωπο (εδώ ο κόσμος χάνεται και χάθηκες κι εσύ/ κι εγω θέλω κι αυτοπεποίθηση ή κομμάτι αμερικάνικο που φάνηκε και σικ κι έξαφνα έκανα μέσα μου ένα κλικ), εδώ θα ειπωθούνε φάτσα-φόρα τα ερωτικά τρίγωνα (σ’ αυτό το τρίο έπιασε κρύο καιρός για δύο) κι εδώ θα γίνει πλήρης ψυχοσωματική ακτινογραφία του κοριτσιού που γίνεται γυναίκα στο εξαιρετικό Με το καλοκαίρι μάλωσα. Εδώ επίσης με το Καράβι κόκκινο θα καταγραφεί σπαρακτικά η μεγάλη Πτώση. Από το τείχος του Βερολίνου άρξασθαι μέχρι την προφητεία όσων επακολούθησαν στις ανατολικές χώρες κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αν έχει χρώμα το DNA της Αφροδίτης Μάνου -και όχι μόνο φυσικά- τότε είναι κατακόκκινο. Εδώ τέλος, στην κοινωνία των μεταλλαγμένων, ο ξεροκέφαλος ο επιμένων, θα υπογράψει το δεύτερο τραγούδι με εξασφαλισμένη αθανασία. Το μήλο. Το προσεκτικά, τρυφερά και λεπταίσθητα χρωματισμένο πορτρέτο της ακυρωμένης μέσα σ’ ένα γάμο γυναίκας, που τις νύχτες μένει άυπνη και με τη φαντασία της προδίδει, με την φαντασία της ανεβαίνει στο άλογο ενός ξένου και φεύγει μαζί του, με τη φαντασία της το μαχαίρι που ήταν για το μήλο καταλήγει φονικό στο σώμα του κοιμώμενου -γενικά- συντρόφου της. Από δίσκο σε δίσκο ερμηνευτικά η Αφροδίτη Μάνου γίνεται όλο και πιο σπαρακτική -όπου χρειάζεται, εννοείται- ίσως γιατί από δίσκο σε δίσκο ξαναζεί τη διαδρομή της ίδιας της τής ζωής και συνειδητοποιεί πως η τόλμη της να γυμνωθεί μπροστά μας δεν έχει αναστροφή οπότε πρέπει να την κάνει τουλάχιστον τέλεια.

Αντάρτες και θεοί η κληρονομιά μου
Το 1994 είναι χρονιά σημαδιακή. Επιστρέφει στον εαυτό της πλήρως -δηλαδή γράφει πάλι και τη μουσική-, εκδίδει τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα εργασία της συνοψίζοντας όλα τα προϋπάρχοντα και εξελίσσοντάς τα και έκτοτε… μακρά σιωπή. Συμμετοχές αριστερά δεξιά, δίνει δυο τρία τραγούδια της σε άλλους (Β. Παπακωνσταντίνου, Λ. Μαχαιρίτσα) και κρατά για τον εαυτό της μόνο το να γράφει σάουντρακ άντε και κανένα τραγουδάκι μέσα σ’ αυτά για τις ανάγκες της ταινίας ή του θεατρικού έργου στο οποίο συνεργάζεται. Δεν σημειώνω υποτιμητικά τη δουλειά της στο θέατρο και τον κινηματογράφο που την κρατά ενεργή στα πράγματα και εν μέρει και στη δισκογραφία πλην όλοι περιμέναμε και περιμένουμε την εκάστοτε προσωπική της ματιά και κατάθεση. Εξ ορισμού οι μουσικές και τα τραγούδια που γράφονται για να υπηρετήσουν άλλες τέχνες δεν έχουν τη δυναμική ενός απολύτως προσωπικού δίσκου. Κι εδώ πρέπει να γίνει μια τιμητική αναφορά στο συγγραφικό δίδυμο Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα οι οποίοι την επέλεξαν ως σταθερή μουσική συνοδοιπόρο στην εργασία τους, δίνοντάς της και τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει ενός ενδεχόμενου προσωπικού κολλήματος ως αυτόνομης δημιουργού.
Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό ο διόλου τυχαίος τίτλος αυτού του τέταρτου και τελευταίου ως τώρα δίσκου της. Ο οποίος ξεκινάει ορμητικά: Στη χώρα των ηρώων γεννήθηκα κι εγώ / αντάρτες και θεοί η κληρονομιά μου. Είναι το πασίγνωστο Για ποια Ελλάδα ρε γαμώτο, αφιερωμένο προσχηματικά στην ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου και την περίφημη ατάκα της «για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Και λέω προσχηματικά όχι για να μειώσω την αφιέρωση προς τη μεγάλη αθλήτρια αλλά γιατί η ουσία του τραγουδιού είναι σαν να της λέει: Βούλα εσύ υπερέβης τον εαυτό σου και μπράβο σου αλλά κοριτσάκι μου κοίτα γύρω σου τι υπάρχει χωρίς να φοράς τα πρόσκαιρα χρωματιστά γυαλιά. Η πολιτική Μάνου με τεντωμένες τις κεραίες είναι εδώ και είναι αποφασισμένη να «τα πει». Το μεταναστευτικό ρεύμα προς Ελλάδα είναι σε πλήρη εξέλιξη κι αυτό δεν μπορεί να της περάσει αδιάφορο. Αποτέλεσμα δύο τραγούδια: Βαβέλ (Τι γυρεύει η Αλβανία/ στην Ομόνοια στη γωνία/ Καύκασος και Τραπεζούντα/ στην Αθήνα στη Ραμνούντα) και το θαυμάσιο Ηπειρώτικο τραγούδι. Με τρυφερότητα προς τους πρόσφυγες αλλά και προβληματισμό για την χώρα υποδοχής τους, είναι η πρώτη δημιουργός που θα εντάξει στην τέχνη της ένα θέμα το οποίο εξακολουθεί να γιγαντώνεται και να δημιουργεί αδιέξοδα προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι σήμερα. Και η αποκορύφωση της πολιτικής Αφροδίτης: Ο Σούπερμαν (που δεν μένει πια εδώ): Το 45άρι μες στην τσέπη/ η οργάνωση όλη σε επιφυλακή/ κι εσύ θα κάνεις πάλι αυτό που πρέπει/ με ψυχραιμία επαγγελματική/ το ψεύτικο μουστάκι η καμπαρντίνα/ και στο κλεμμένο αμάξι ο ψηλός/ Σικάγο θα την κάνεις την Αθήνα/ που ξόφλησε η πουτάνα εντελώς. Ο νοών νοείτω. Έστω και τώρα που συνελήφθησαν οι σούπερμαν αλλά αγνοείται ακόμα ένα 45άρι…
Πριν από το τελευταίο τραγούδι αυτού δίσκου που έχει κι αυτό τη σημασία του, παραφυλάει ένα ατόφιο αριστούργημα. Φθινοπωρινός σκύλος ο επίσημος τίτλος του Πού πάει ο έρωτας όταν πεθάνει ο τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστό. Η Αφρ. Μάνου καταφεύγει πάλι στο συναίσθημα αλλά πλέον μ’ ένα τρόπο καταλυτικό, τραγικό -με την αρχαία έννοια- συνταρακτικό. Μια ατελής σχέση. Λόγια που δεν ειπώθηκαν με λόγια αλλά αυτός που τα περίμενε τα εισέπραξε έστω και ως χαίνουσα πληγή (τις νύχτες που σε γλύκαινα/ σα γυμνασμένη λύκαινα/ του έρωτα ζητώντας το μαρτύριο). Και η μουσική; Ένα ρέκβιεμ. Νομίζω είναι ο ορισμός του ερωτικού τραγουδιού εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Ο δίσκος θα κλείσει ωστόσο με λόγια του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ένα πανέμορφα μελοποιημένο ποίημα ερώτηση και αμφιβολία και φόβος και απόγνωση και αδιέξοδο ταυτόχρονα:
Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό; Με τα λόγια αυτά η Αφροδίτη Μάνου έκλεισε τη μέχρι σήμερα πορεία της ως τραγουδοποιός.
Αρχίζοντας αυτό το κείμενο είχα σκοπό να προσπαθήσω ν’ αναλύσω όσο μπορώ τη Μάνου ως δημιουργό και κυρίως ως στιχουργό. Μελετώντας πάλι την εργασία της αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από το να ιχνηλατήσω τα βήματά της, να δω τα τοπία από όπου πέρασε τραγουδώντας και βήμα βήμα να την ανακαλύψω ξανά. Οι κωδικοποιήσεις είναι εύκολες σχετικά και δεν απαιτούν και πολύ κόπο εντέλει. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι δύνανται -οι κωδικοποιήσεις- να ψαύσουν την αλήθεια ενός προσώπου, να κοινωνήσουν την προσφορά του και να τοποθετήσουν τα πράγματα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινωνίας και μιας τέχνης.
Αν πρέπει οπωσδήποτε να συμπυκνώσω κάπως την Αφροδίτη Μάνου ως δημιουργό θα σημείωνα τα εξής:
-αισθηματική αλλά όχι μελοδραματική
-με το φακό στις προσωπικές σχέσεις (βαλσαμωμένος έρωτας κι αγάπη ιμιτασιόν)
-κοινωνική καθ' όλη τη διάρκεια. Με ό,τι κι αν καταπιάνεται δίνει φόντο εποχής και κοινωνίας
-αγαπημένοι ήρωες: ο Μάλκο (S.A.S), η Μαντουβάλα, η Ναργκίς και οι σύγχρονοι Σούπερμαν.-σ’ έναν συνεχή εσωτερικό διάλογο (γίνεσαι ο εαυτός του εαυτού σου) και πάνω από όλα-μια γυναίκα που τολμά να θέτει τα εις εαυτήν σε δημόσια θέα ή καλύτερα ακρόαση.
Έχει 13 χρόνια να βγάλει ολοδικό της δίσκο. Στο μεταξύ το τοπίο στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί επί τα χείρω από εκεί που μας άφησε η Αφρ. Μάνου ενώ στη δισκογραφία επικρατεί το αδιαχώρητο σε απορρίμματα. Δεν γνωρίζω τι σκέπτεται και τι σκοπεύει να κάνει αλλά θεωρώ σχεδόν υποχρέωσή της να επιστρέψει «ολόκληρη». Για έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί: το μέλλον είν’ εδώ και μας πονά.
Ιανουάριος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: