3 Μαρ 2010

«Διψούσαμε κι οι δυο...»

Τρίτη Παρασκευή των Χαιρετισμών.
Στην εκκλησία του Νησιού, ο νεαρός άγιος με πλούσια κοκκινωπή κόμη που στεφανώνει το ωραίο κεφάλι, φέρει μαργαριτοστόλιστο διάδημα και κρατεί λόγχη. Με ορμητικό βλέμμα και ζήλια μας έβλεπε πριν λίγο, να περπατάμε δίπλα στα νερά…
Πόσο αδέξια, ανέτοιμα ήταν τα χέρια του! Μπα, όχι, λυπημένα ήταν μόνον. Και οι φωνές των βατράχων διάχυτες, ξεκάθαρα, έτσι νομίζω, έλεγαν, «Διψώ», «Διψώ», «Διψώ». Τις άκουγε κι αυτός, ήταν βέβαιο, γιατί αμέσως με τράβηξε προς το καφενείο, προς τον κόσμο, προς το φως.
Διψούσαμε κι οι δυο, δεν ξέρω τι! Ανθρώπινη δίψα.
Το αεράκι έφερνε κατά πάνω μας την Άνοιξη σε ακαταλόγιστες δόσεις…

Άννα Δερέκα,
«Λόγια του σώματος».
(Από το «Επάργυρον»).

Δεν υπάρχουν σχόλια: